δακτυλοειδής

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ðak.ti.lo.iˈðis]

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. (odborně) digitiformní, daktyloidní, daktylomorfní
  2. prstovitý, prstový; podobný prstu, připomínající prst

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ δακτυλοειδής δακτυλοειδής δακτυλοειδές δακτυλοειδείς δακτυλοειδείς δακτυλοειδή
genitiv δακτυλοειδούς δακτυλοειδούς δακτυλοειδούς δακτυλοειδών δακτυλοειδών δακτυλοειδών
akuzativ δακτυλοειδή(ν) δακτυλοειδή δακτυλοειδές δακτυλοειδείς δακτυλοειδείς δακτυλοειδή
vokativ δακτυλοειδής δακτυλοειδής δακτυλοειδές δακτυλοειδείς δακτυλοειδείς δακτυλοειδή

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [dak.ty.lo.eːj.dɛ̌ːs], [dak.tu.lo.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [ðak.ti.lo.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. připomínající datli
  2. prstovitý, prstový; podobný prstu

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ δακτυλοειδής δακτυλοειδής δακτυλοειδές δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδῆ
genitiv δακτυλοειδοῦς δακτυλοειδοῦς δακτυλοειδοῦς δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδῶν δακτυλοειδῶν δακτυλοειδῶν
dativ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδοῖν δακτυλοειδέσιν δακτυλοειδέσιν δακτυλοειδέσιν
akuzativ δακτυλοειδῆ δακτυλοειδῆ δακτυλοειδές δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδῆ
vokativ δακτυλοειδές δακτυλοειδές δακτυλοειδές δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖ δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδεῖς δακτυλοειδῆ

související editovat