ειρήνη
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [iˈɾi.ni]
etymologie editovat
Ze starořeckého εἰρήνη téhož významu, které snad souvisí se slovesem εἴρω.
podstatné jméno editovat
- rod ženský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | εἰρήνη | εἰρήνες |
genitiv | εἰρήνης | εἰρηνών |
akuzativ | εἰρήνη | εἰρήνες |
vokativ | εἰρήνη | εἰρήνες |
význam editovat
antonyma editovat
fráze a idiomy editovat
přísloví, rčení a pořekadla editovat
- αν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο / εάν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο (chceš-li mír, připravuj [se na] válku)
související editovat
- ειρήνεμα
- ειρήνευση
- ειρηνευτής
- ειρηνευτικός
- ειρηνεύω
- ειρηνικός
- ειρηνισμός
- ειρηνιστής
- ειρηνιστικός
- ειρηνίστρια
- ειρηνοδικείο
- ειρηνοδίκης
- ειρηνοποιός
- ειρηνόφιλος
- ειρηνοφόρος
- φιλειρηνικός
- φιλειρηνισμός
slovní spojení editovat
- τεστ ωλένης
- βραβείο Νόμπελ ειρήνης (Nobelova cena za mír)