θανάσιμος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [θa.ˈna.siˌmo̞s]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | θανάσιμος | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |
genitiv | θανάσιμου | θανάσιμης | θανάσιμου | θανάσιμων | θανάσιμων | θανάσιμων |
akuzativ | θανάσιμον | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμους | θανάσιμες | θανάσιμα |
vokativ | θανάσιμε | θανάσιμη | θανάσιμο | θανάσιμοι | θανάσιμες | θανάσιμα |