- mlékem oplývající, plný mléka
- οἳ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, ὡς ὅτε μυῖαι σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει:[1]
Číslo
|
singulár
|
duál
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
περιγλαγής
|
περιγλαγής
|
περιγλαγές
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγῆ
|
genitiv
|
περιγλαγοῦς
|
περιγλαγοῦς
|
περιγλαγοῦς
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγῶν
|
περιγλαγῶν
|
περιγλαγῶν
|
dativ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγοῖν
|
περιγλαγέσιν
|
περιγλαγέσιν
|
περιγλαγέσιν
|
akuzativ
|
περιγλαγῆ
|
περιγλαγῆ
|
περιγλαγές
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγῆ
|
vokativ
|
περιγλαγές
|
περιγλαγές
|
περιγλαγές
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖ
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγεῖς
|
περιγλαγῆ
|