σβέρκος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ˈzvɛr.kɔs]
etymologie editovat
Z albánského zverk.
dělení editovat
- σβέρ-κος
varianty editovat
- σβέρκο (neutrum)
podstatné jméno editovat
- rod mužský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | σβέρκος | σβέρκοι |
genitiv | σβέρκου | σβέρκων |
akuzativ | σβέρκο | σβέρκους |
vokativ | σβέρκε | σβέρκοι |
význam editovat
synonyma editovat
fráze a idiomy editovat
- ψωνίσαμε από σβέρκο
- κόβω το σβέρκο μου
- σβέρκοι, πλίνθοι, ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα
- μας κάθισε στο σβέρκο
- ακρογωνιαίος σβέρκος