σκαφοειδής

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ska.fo.iˈðis]

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. (v anatomii) člunkový, navikulární, člunkovitý
  2. loďkovitý, loďkový; podobný člunu, loďce nebo misce

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σκαφοειδής σκαφοειδής σκαφοειδές σκαφοειδείς σκαφοειδείς σκαφοειδή
genitiv σκαφοειδούς σκαφοειδούς σκαφοειδούς σκαφοειδών σκαφοειδών σκαφοειδών
akuzativ σκαφοειδή(ν) σκαφοειδή σκαφοειδές σκαφοειδείς σκαφοειδείς σκαφοειδή
vokativ σκαφοειδής σκαφοειδής σκαφοειδές σκαφοειδείς σκαφοειδείς σκαφοειδή

slovní spojení editovat

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ska.pʰo.eː.dɛ̌ːs] (attická)
  • IPA: [ska.fo.iˈðis] (byzantská pozdní)

přídavné jméno editovat

  • dvojvýchodné

význam editovat

  1. loďkovitý, loďkový; podobný člunu, loďce nebo misce

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ σκαφοειδής σκαφοειδής σκαφοειδές σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖς σκαφοειδεῖς σκαφοειδῆ
genitiv σκαφοειδοῦς σκαφοειδοῦς σκαφοειδοῦς σκαφοειδοῖν σκαφοειδοῖν σκαφοειδοῖν σκαφοειδῶν σκαφοειδῶν σκαφοειδῶν
dativ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδοῖν σκαφοειδοῖν σκαφοειδοῖν σκαφοειδέσιν σκαφοειδέσιν σκαφοειδέσιν
akuzativ σκαφοειδῆ σκαφοειδῆ σκαφοειδές σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖς σκαφοειδεῖς σκαφοειδῆ
vokativ σκαφοειδές σκαφοειδές σκαφοειδές σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖ σκαφοειδεῖς σκαφοειδεῖς σκαφοειδῆ

související editovat