ανοιξιάτικος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.nɪ.ksɪ.ˈʝa.tɪ.kɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ανοιξιάτικος ανοιξιάτικη ανοιξιάτικο ανοιξιάτικοι ανοιξιάτικες ανοιξιάτικα
genitiv ανοιξιάτικου ανοιξιάτικης ανοιξιάτικου ανοιξιάτικων ανοιξιάτικων ανοιξιάτικων
akuzativ ανοιξιάτικον ανοιξιάτικη ανοιξιάτικο ανοιξιάτικους ανοιξιάτικες ανοιξιάτικα
vokativ ανοιξιάτικε ανοιξιάτικη ανοιξιάτικο ανοιξιάτικοι ανοιξιάτικες ανοιξιάτικα

význam editovat

  1. jarní

synonyma editovat

  1. (knižně) εαρινός

související editovat