ανταγωνιστικότητα

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [an.da.ɣɔ.ni.sti.ˈkɔ.tɪ.ta]

podstatné jméno

editovat
  • ženský rod

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ ανταγωνιστικότητα ανταγωνιστικότητες
genitiv ανταγωνιστικότητας ανταγωνιστικοτήτων
akuzativ ανταγωνιστικότητα ανταγωνιστικότητες
vokativ ανταγωνιστικότητα ανταγωνιστικότητες

význam

editovat
  1. (v ekonomii) konkurenceschopnost, kompetivita

související

editovat