απολυταρχικός
Možná hledáte ἀπολυταρχικός nebo απολυταρχικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [apɔ.lɪ.tar.çi.ˈkɔs]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodnÉ
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | απολυταρχικός | απολυταρχική | απολυταρχικό | απολυταρχικοί | απολυταρχικές | απολυταρχικά |
genitiv | απολυταρχικού | απολυταρχικής | απολυταρχικού | απολυταρχικών | απολυταρχικών | απολυταρχικών |
akuzativ | απολυταρχικό(ν) | απολυταρχική | απολυταρχικό | απολυταρχικούς | απολυταρχικές | απολυταρχικά |
vokativ | απολυταρχικέ | απολυταρχική | απολυταρχικό | απολυταρχικοί | απολυταρχικές | απολυταρχικά |
význam editovat
- (v sociologii, v politice) absolutistický, totalitní, autoritářský
synonyma editovat
- (částečně) ολοκληρωτικός