ατμομηχανή σιδηροδρόμου

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [atmo.mi.xaˈni si.ði.roˈðro.mu]

slovní spojení editovat

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ ατμομηχανή σιδηροδρόμου ατμομηχανές σιδηροδρόμου
genitiv ατμομηχανής σιδηροδρόμου ατμομηχανών σιδηροδρόμου
akuzativ ατμομηχανή σιδηροδρόμου ατμομηχανές σιδηροδρόμου
vokativ ατμομηχανή σιδηροδρόμου ατμομηχανές σιδηροδρόμου

význam editovat

  1. parní lokomotiva

synonyma editovat

  1. λοκομοτίβα, ατμάμαξα

související editovat