γαλακτοβιομηχανία

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ɣa.lak.to.vi.ɔ.mi.xa.ˈni.a]

podstatné jméno editovat

  • rod ženský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ γαλακτογαλακτοβιομηχανία γαλακτοβιομηχανίες
genitiv γαλακτοβιομηχανίας γαλακτοβιομηχανιών
akuzativ γαλακτοβιομηχανία γαλακτοβιομηχανίες
vokativ γαλακτοβιομηχανία γαλακτοβιομηχανίες

význam editovat

související editovat