διασκεδαστικός
Možná hledáte διασκεδαστικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ðʝa.scɛ.ðas.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | διασκεδαστικός | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
genitiv | διασκεδαστικού | διασκεδαστικής | διασκεδαστικού | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών |
akuzativ | διασκεδαστικό(ν) | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικούς | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
vokativ | διασκεδαστικέ | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
význam editovat
- zábavný, legrační, sloužící k rozptýlení
- Η φοιτητική ζωή μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστική. – Studentský život umí být velmi zábavný.