διασωληνωμένος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ðja.sɔ.li.nɔ.ˈmɛ.nɔs]

etymologie editovat

Vlastně příčestí trpné slovesa διασωληνώνω intubovat, které je utvořeno k substantivu σωλήναςroura, trubka, hadička.

přídavné jméno editovat

  • slovesné trpné
  • trojvýchodné
  • nestupňovatelné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ διασωληνωμένος διασωληνωμένη διασωληνωμένο διασωληνωμένοι διασωληνωμένες διασωληνωμένα
genitiv διασωληνωμένου διασωληνωμένης διασωληνωμένου διασωληνωμένων διασωληνωμένων διασωληνωμένων
akuzativ διασωληνωμένον διασωληνωμένη διασωληνωμένο διασωληνωμένους διασωληνωμένες διασωληνωμένα
vokativ διασωληνωμένε διασωληνωμένη διασωληνωμένο διασωληνωμένοι διασωληνωμένες διασωληνωμένα

význam editovat

  1. (v lékařství) připojený na přístroje, intubovaný
    • Εδώ και περίπου μια εβδομάδα, ο Κώστας Βουτσάς βρίσκεται διασωληνωμένος στη μονάδα εντατικής θεραπείας του «Αττικό». Ποια είναι τα νεότερα για την κατάσταση του Κώστα Βουτσά; – Již přibližně týden zůstává Kostas Vutsas připojený na přístroje na JIP v nemocnici Attiko. Jaké jsou poslední zprávy o jeho stavu?[1]

související editovat

poznámky editovat