διασωληνωμένος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ðja.sɔ.li.nɔ.ˈmɛ.nɔs]
etymologie editovat
Vlastně příčestí trpné slovesa διασωληνώνω intubovat, které je utvořeno k substantivu σωλήνας — roura, trubka, hadička.
přídavné jméno editovat
- slovesné trpné
- trojvýchodné
- nestupňovatelné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | διασωληνωμένος | διασωληνωμένη | διασωληνωμένο | διασωληνωμένοι | διασωληνωμένες | διασωληνωμένα |
genitiv | διασωληνωμένου | διασωληνωμένης | διασωληνωμένου | διασωληνωμένων | διασωληνωμένων | διασωληνωμένων |
akuzativ | διασωληνωμένον | διασωληνωμένη | διασωληνωμένο | διασωληνωμένους | διασωληνωμένες | διασωληνωμένα |
vokativ | διασωληνωμένε | διασωληνωμένη | διασωληνωμένο | διασωληνωμένοι | διασωληνωμένες | διασωληνωμένα |
význam editovat
- (v lékařství) připojený na přístroje, intubovaný
- Εδώ και περίπου μια εβδομάδα, ο Κώστας Βουτσάς βρίσκεται διασωληνωμένος στη μονάδα εντατικής θεραπείας του «Αττικό». Ποια είναι τα νεότερα για την κατάσταση του Κώστα Βουτσά; – Již přibližně týden zůstává Kostas Vutsas připojený na přístroje na JIP v nemocnici Attiko. Jaké jsou poslední zprávy o jeho stavu?[1]
související editovat
poznámky editovat
- ↑ Οι νέες πληροφορίες για την κατάσταση του Κώστα Βουτσά, 14.února 2020