ευπρόσδεκτος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ɛf.ˈproz.ðɛ.ktɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ευπρόσδεκτος ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτοι ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα
genitiv ευπρόσδεκτου ευπρόσδεκτης ευπρόσδεκτου ευπρόσδεκτων ευπρόσδεκτων ευπρόσδεκτων
akuzativ ευπρόσδεκτον ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτους ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα
vokativ ευπρόσδεκτε ευπρόσδεκτη ευπρόσδεκτο ευπρόσδεκτοι ευπρόσδεκτες ευπρόσδεκτα

význam editovat

  1. vítaný

synonyma editovat

  1. καλοδεχούμενος

související editovat