ευπρόσδεκτος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ɛf.ˈproz.ðɛ.ktɔs]
přídavné jméno editovat
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | ευπρόσδεκτος | ευπρόσδεκτη | ευπρόσδεκτο | ευπρόσδεκτοι | ευπρόσδεκτες | ευπρόσδεκτα |
genitiv | ευπρόσδεκτου | ευπρόσδεκτης | ευπρόσδεκτου | ευπρόσδεκτων | ευπρόσδεκτων | ευπρόσδεκτων |
akuzativ | ευπρόσδεκτον | ευπρόσδεκτη | ευπρόσδεκτο | ευπρόσδεκτους | ευπρόσδεκτες | ευπρόσδεκτα |
vokativ | ευπρόσδεκτε | ευπρόσδεκτη | ευπρόσδεκτο | ευπρόσδεκτοι | ευπρόσδεκτες | ευπρόσδεκτα |