καρτερώντας η αλεπού να πέσουν τα γλυκάδια του κριαριού, ψόφησε απ΄ την πείνα
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [kar.ˈtɛ.rɔ.ⁿdas ɪʝa.lɛˈpu na.ˈpe.sʊn.ta.ɣli.ˈka.ðja tu.kri.ʝa.ˈrʝu ˈpso.fi.sɛ ap.tɪm.ˈbi.na]
varianty editovat
- (vulgárně) η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν του κριαριού τ'αρχίδια, ψόφησε απ' την πείνα, η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν τ'αρχίδια του τράγου, έπεσε και ψόφησε
přísloví editovat
význam editovat
- (přeneseně, familiárně, eufemisticky) bez práce nejsou koláče
synonyma editovat
- (neutrálně) η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν απ' την κούρνια οι κότες, ψόφησε απ' την πείνα της, η αλεπού, περιμένοντας τις κότες να πέσουν απ' την κούρνια, ψόφησε απ' την πείνα, η αλεπού, περιμένοντας να πέσουν απ' την κούρνια οι κότες, ψόφησε απ' την πείνα, (vyšší styl) τα αγαθά κόποις κτώνται, τα καλά κόποις κτώνται
poznámky editovat
Doslovný překlad: liška čekající, až beranovi upadnou varlata, chcípla hlady