κατάλληλος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ka.ˈta.li.lɔs]
etymologie editovat
Vychází ze starořeckého spojení κατά ἀλλήλων, zhruba ve smyslu "(po)dle sebe navzájem". Srovnej např. αλληλεγγύη, αλληλογραφία, υπάλληλος apod.
přídavné jméno editovat
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | κατάλληλος | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλοι | κατάλληλες | κατάλληλα |
genitiv | κατάλληλου | κατάλληλης | κατάλληλου | κατάλληλων | κατάλληλων | κατάλληλων |
akuzativ | κατάλληλον | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλους | κατάλληλες | κατάλληλα |
vokativ | κατάλληλε | κατάλληλη | κατάλληλο | κατάλληλοι | κατάλληλες | κατάλληλα |
význam editovat
- vhodný, patřičný, odpovídající, úměrný
- Ο διαχειριστής άλλαξε την ορατότητα 4 αναθεωρήσεων στη σελίδα: το περιεχόμενο αποκρύφθηκε και η σύνοψη επεξεργασίας αποκρύφθηκε επειδή περιείχε κατάλληλα σχόλια ή προσωπικές πληροφορίες. – Správce změnil viditelnost čtyř revizí stránky: obsah byl skryt a shrnutí editace bylo skryto, neboť obsahovalo vhodné komentáře a osobní informace.