καταθλιπτικός
Možná hledáte καταθλιπτικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ka.ta.θlip.tɪˈkɔs]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | καταθλιπτικός | καταθλιπτική | καταθλιπτικό | καταθλιπτικοί | καταθλιπτικές | καταθλιπτικά |
genitiv | καταθλιπτικού | καταθλιπτικής | καταθλιπτικού | καταθλιπτικών | καταθλιπτικών | καταθλιπτικών |
akuzativ | καταθλιπτικό(ν) | καταθλιπτική | καταθλιπτικό | καταθλιπτικούς | καταθλιπτικές | καταθλιπτικά |
vokativ | καταθλιπτικέ | καταθλιπτική | καταθλιπτικό | καταθλιπτικοί | καταθλιπτικές | καταθλιπτικά |