κουζίνα-καθιστικό

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [kuˈzi.na.ka‿θis.ti.ˈko]

podstatné jméno editovat

  • kompozitum

význam editovat

  1. garsonka, garsoniéra (kuchyně a obývák)
    • Η εξώπορτα του διαμερίσματος οδηγούσε κατευθείαν σε έναν χώρο τριάντα τετραγωνικών, που επιεικώς θα τον αποκαλούσε κανείς κουζίνα-καθιστικό και ανεπιεικώς υπνοδωμάτιο-αχούρι. Η μπόχα ήταν αποπνικτική. Κυρίως μυρωδιά κλεισούρας και ποδαρίλας, δηλαδή βακτήρια που τρέφονταν από ιδρωμένα πόδια.[1]

synonyma editovat

  1. γκαρσονιέρα

poznámky editovat

  1. Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, překlad Γωγώ Αρβανίτη, naklad. Μεταίχμιο 2012, str.304