παθιασμένος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [pa.θʝaˈzmε.nɔs]

etymologie editovat

Vlastně příčestí slovesa παθιάζομαι.

přídavné jméno editovat

  • slovesné trpné
  • trojvýchodné
  • stupňovatelné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ παθιασμένος παθιασμένη παθιασμένο παθιασμένοι παθιασμένες παθιασμένα
genitiv παθιασμένου παθιασμένης παθιασμένου παθιασμένων παθιασμένων παθιασμένων
akuzativ παθιασμένον παθιασμένη παθιασμένο παθιασμένους παθιασμένες παθιασμένα
vokativ παθιασμένε παθιασμένη παθιασμένο παθιασμένοι παθιασμένες παθιασμένα

význam editovat

  1. vášnivý, rozvášněný
    • Θυμάμαι τις ημιελεύθερες εκλογές στην Πολωνία και την εμβληματική μορφή του Λεχ Βαλέσα · τις παθιασμένες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Λειψία και στη Δρέσδη · το γιγάντιο πλήθος να αποδοκιμάζει τον Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι · τον υπέροχο Βάτσλαβ Χάβελ να μιλάει στη λαοθάλασσα της πλατείας Βενσεσλας στην Πράγα · και, φυσικά, την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ασυγκράτητη χαρά του πλήθους. – Vzpomínám si na polosvobodné volby v Polsku a emblematickou vizáž Lecha Walensy; na vášnivé protirežimní demonstrace v Lipsku a Drážďanech; na obrovský dav, jak odsuzuje Ceauceska v Bukurešti; na úžasného Václava Havla, kterak hovoří k lidskému moři na Václavském náměstí v Praze; a, samozřejmě, na pád berlínské zdi jakož i nezadržitelnou radost shromážděného zástupu.[1]

synonyma editovat

  1. διάπυρος, φλογερός, περιπαθής

antonyma editovat

  1. απαθής, ψύχραιμος

související editovat

poznámky editovat

  1. Charidimos Tsukas: Η περιπέτεια της ελευθερίας (Dobrodružství svobody) - Το συναρπαστικό 1989 και τα μεγάλα προβλήματα που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι μετακομμουνιστικές χώρες, deník Kathimerini, tištěná verze, neděle 3.listopadu 2019, příloha Τέχνες και γράμματα, str. 1