πραξικόπημα
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [pɾa.ksi.ˈkɔ.pi.ma]
etymologie
editovatZe starořeckých základů πράξ- a κοπ-.
podstatné jméno
editovat- rod střední
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
genitiv | πραξικοπήματος | πραξικοπημάτων |
akuzativ | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
vokativ | πραξικόπημα | πραξικοπήματα |
význam
editovat- puč, (státní) převrat
- Μετά από το σταλινιστικό πραξικόπημα το Φεβρουάριο 1948 φυλακίστηκαν πολλοί διανοούμενοι και αντιπρόσωποι της μεσοπολεμικής δημοκρατίας. – Po stalinistickém převratu v únoru bylo uvězněno mnoho intelektuálů a představitelů meziválečné republiky.
- Διεθνώς, πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπημάτων εκδηλώνονται συνήθως σε χώρες με πολιτική αστάθεια αλλά και οικονομικά προβλήματα, κυρίως στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική (το 19ο αιώνα έγιναν πάνω από 200 πραξικοπήματα και απόπειρες πραξικοπημάτων στη Βολιβία). – V mezinárodním měřítku se puče a pokusy o puč odehrávají obvykle v zemích politicky nestabilních ale i ve státech s ekonomickými těžkostmi, zejména v Africe a v Latinské Americe (v Bolívii se jich během 19. století odehrálo více než dvě stě.)[1]
synonyma
editovat- (dříve) κίνημα