προβληματικός

Možná hledáte προβληματικώς.

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [pro.vli.ma.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • 'trojvýchodný

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προβληματικός προβληματική προβληματικό προβληματικοί προβληματικές προβληματικά
genitiv προβληματικού προβληματικής προβληματικού προβληματικών προβληματικών προβληματικών
akuzativ προβληματικό(ν) προβληματική προβληματικό προβληματικούς προβληματικές προβληματικά
vokativ προβληματικέ προβληματική προβληματικό προβληματικοί προβληματικές προβληματικά

význam editovat

  1. problematický

související editovat