προσωπικός

Možná hledáte προσωπικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [prɔ.sɔ.pi.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodnÉ

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προσωπικός προσωπική προσωπικό προσωπικοί προσωπικές προσωπικά
genitiv προσωπικού προσωπικής προσωπικού προσωπικών προσωπικών προσωπικών
akuzativ προσωπικό(ν) προσωπική προσωπικό προσωπικούς προσωπικές προσωπικά
vokativ προσωπικέ προσωπική προσωπικό προσωπικοί προσωπικές προσωπικά

význam editovat

  1. osobní
    • Πιστεύω ότι είσαι ένας λογικός, σκεπτόμενος άνθρωπος. Άρα μπορείς να εκτιμήσεις ότι η ζημιά για σένα θα είναι μικρότερη αν αποκαλύψεις κάποια προσωπικά σου θέματα σ ' εμένα, εδώ και τώρα, παρά αν διαβάσεις στις αυριανές εφημερίδες ότι ο καθηγητής Φίλιπ Μπέκερ συνελήφθη' με την υποψία ότι είναι ο πιο διαβόητος δολοφόνος της Νορβηγίας. – Věřím, že jsi rozumný, přemýšlivý člověk. Takže nejspíš dokážeš posoudit, že pro tebe nastane menší škoda, pokud mi tady a teď odhalíš několik svých osobních záležitostí, než aby ses dočetl v zítřejších novinách o tom, že profesor Filip Becker byl zatčen v souvislosti s podezřením, že on je nejnechvalněji proslulým vrahem Norska.[1]

související editovat

poznámky editovat

  1. Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, překlad Γωγώ Αρβανίτη, naklad. Μεταίχμιο 2012, str.324