- IPA: [pro.çi.rofcʲaˈɣmɛ.nɔs]
- slovesné trpné
- trojvýchodné
- zfušovaný, spíchnutý horkou jehlou; zbastlený, velmi nahrubo a narychlo udělaný
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
προχειροφτιαγμένος
|
nπροχειροφτιαγμένη
|
προχειροφτιαγμένο
|
προχειροφτιαγμένοι
|
προχειροφτιαγμένες
|
προχειροφτιαγμένα
|
genitiv
|
προχειροφτιαγμένου
|
προχειροφτιαγμένης
|
προχειροφτιαγμένου
|
προχειροφτιαγμένων
|
προχειροφτιαγμένων
|
προχειροφτιαγμένων
|
akuzativ
|
προχειροφτιαγμένο
|
προχειροφτιαγμένη
|
—
|
προχειροφτιαγμένους
|
προχειροφτιαγμένες
|
—
|
vokativ
|
—
|
προχειροφτιαγμένη
|
προχειροφτιαγμένο
|
—
|
προχειροφτιαγμένες
|
προχειροφτιαγμένα
|