προχειροφτιαγμένος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [pro.çi.rofcʲaˈɣmɛ.nɔs]

přídavné jméno

editovat
  • slovesné trpné
  • trojvýchodné

význam

editovat
  1. zfušovaný, spíchnutý horkou jehlou; zbastlený, velmi nahrubo a narychlo udělaný

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προχειροφτιαγμένος nπροχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένοι προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα
genitiv προχειροφτιαγμένου προχειροφτιαγμένης προχειροφτιαγμένου προχειροφτιαγμένων προχειροφτιαγμένων προχειροφτιαγμένων
akuzativ προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένους προχειροφτιαγμένες
vokativ προχειροφτιαγμένη προχειροφτιαγμένο προχειροφτιαγμένες προχειροφτιαγμένα

související

editovat

externí odkazy

editovat