ριζοσπαστικοποιώ

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [rɪ.zɔ.spas.tɪ.kɔˈpjo]

sloveso

editovat
  • tranzitivní
  • kontraktum pravidelné

význam

editovat
    • (odborně, v sociologii, v psychologii) radikalizovat
    • Οπως προκύπτει από συνέντευξη του περιοδικού SPIEGEL με τον αδερφό του Αλάα Αλμπάκρ, ο νεαρός Σύρος πρόσφυγας στράφηκε στο ακραίο ισλάμ αφότου έφτασε στη Γερμανία. «Ο αδερφός μου ριζοσπαστικοποιήθηκε στη Γερμανία», ανέφερε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού που κυκλοφόρησε χθες ο Αλμπάκρ, ο οποίος παραμένει στη Συρία. – Jak vyplývá z interview časopisu Spiegel s bratrem Alláha Albakara, mladý syrský uprchlík se obrátil na extrémní islám poté, co dorazil do Německa. "Můj bratr se radikalizoval v Německu," uvedl v posledním čísle týdeníku, které vyšlo včera, Albakar, který zůstává v Sýrii.[1]

související

editovat

poznámky

editovat