συγκλονιστικός
Možná hledáte συγκλονιστικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [siŋ.glɔ.nɪs.ti.ˈkɔs], [sɪ.glɔ.nis.tɪ.ˈkɔs]
přídavné jméno
editovat- 'trojvýchodný
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | συγκλονιστικός | συγκλονιστική | συγκλονιστικό | συγκλονιστικοί | συγκλονιστικές | συγκλονιστικά |
genitiv | συγκλονιστικού | συγκλονιστικής | συγκλονιστικού | συγκλονιστικών | συγκλονιστικών | συγκλονιστικών |
akuzativ | συγκλονιστικό(ν) | συγκλονιστική | συγκλονιστικό | συγκλονιστικούς | συγκλονιστικές | συγκλονιστικά |
vokativ | συγκλονιστικέ | συγκλονιστική | συγκλονιστικό | συγκλονιστικοί | συγκλονιστικές | συγκλονιστικά |