χαρτοβιομηχανία
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [xaɾ.tɔ.vi.ɔ.mi.xa.ˈni.a]
podstatné jméno editovat
- rod ženský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | χαρτοβιομηχανία | χαρτοβιομηχανίες |
genitiv | χαρτοβιομηχανίας | χαρτοβιομηχανιών |
akuzativ | χαρτοβιομηχανία | χαρτοβιομηχανίες |
vokativ | χαρτοβιομηχανία | χαρτοβιομηχανίες |