Možná hledáte δόλιχος.

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [do.li.kʰós] (klasická)
  • IPA: [ðo.li.ˈxos] (byzantská)

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

přepis editovat

  • český: dolichos

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ δολιχός δολιχή δολιχόν δολιχώ δολιχᾱ́ δολιχώ δολιχοί δολιχαί δολιχᾰ́
genitiv δολιχοῦ δολιχῆς δολιχοῦ δολιχοῖν δολιχαῖν δολιχοῖν δολιχῶν δολιχῶν δολιχῶν
dativ δολιχῷ δολιχῇ δολιχῷ δολιχοῖν δολιχαῖν δολιχοῖν δολιχοῖς δολιχαῖς δολιχοῖς
akuzativ δολιχόν δολιχήν δολιχόν δολιχώ δολιχᾱ́ δολιχώ δολιχούς δολιχᾱ́ς δολιχᾰ́
vokativ δολιχέ δολιχή δολιχόν δολιχώ δολιχᾱ́ δολιχώ δολιχοί δολιχαί δολιχᾰ́

význam editovat

  1. (básnicky) dlouhý, protáhlý
    • ἐστὶ δὲ τὸ δενδρίον μεγέθει μὲν πτελέης καὶ πεύκης οὐθέν τι μεῖον, ἀκρεμόνας δὲ ἔχει θαμέας καὶ δολιχοὺς καὶ ἐπ᾽ ὀλίγον ἀκανθώδεας, τὸ δὲ φύλλον τέρεν καὶ χλωρόν, τῇ φυῇ περιφερές, καρποφορεῖ δὲ δὶς τοῦ ἔτεος[1]
    • βροτὸς δ᾽ εὖ οἶδα καὶ αὐτὸς θνητὸς ἐών δολιχαῖς δ᾽ ἐλπίσι παιζόμενος, αὐτὸς ἑκοντὶ γέγηθα πλανώμενος[2]
  2. sáhodlouhý

související editovat

poznámky editovat

  1. Athénaios: Deipnosofistés, kapitola 14, § 62
  2. Anthologia Graeca, svazek IV