řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [t͡sɛ.ˈxi.a], [t͡ʃɛ.ˈxi.a]

etymologie editovat

  • Z novověkého latinského Czechia.

podstatné jméno editovat

  • rod ženský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ Τσεχία Τσεχίες
genitiv Τσεχίας Τσεχιών
akuzativ Τσεχία Τσεχίες
vokativ Τσεχία Τσεχίες

význam editovat

  1. Česko, Česká republika
    • Πως τους βρίσκετε τα γκαρσόνια και τους ταξιτζήδες στην Τσεχία; – Jak se vám líbí číšníci a taxikáři v Česku?
    • Οι περισσότεροι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν καθόλου το γιατί (για τόσους Τσέχους) η λέξη «Τσεχία» ως το μονολεκτικό ισοδύναμο της «Τσεχικής Δημοκρατίας» πρέπει να είναι τόσο αμφιλεγόμενη. (Ούτε οι Ρώσσοι, Ισπανοί ή οι Ιταλοί, στο κάτω-κάτω.)

synonyma editovat

související editovat