αισιοδοξία

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [e.sjo.ðo.ˈksi.a]

podstatné jméno editovat

  • rod ženský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ αισιοδοξία αισιοδοξίες
genitiv αισιοδοξίας αισιοδοξιών
akuzativ αισιοδοξία αισιοδοξίες
vokativ αισιοδοξία αισιοδοξίες

význam editovat

  1. optimismus
    • Το 1989 το θυμάμαι καλά. Τελείωνα το διδακτορικό μου στο Μάντσεστερ κι έκανα, με αισιοδοξία, σχέδια για το μέλλον. Κολλημένος στο BBC παρακολουθούσα με συγκίνηση το ραγδαίο ξήλωμα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Θυμάμαι τις ημιελεύθερες εκλογές στην Πολωνία και την εμβληματική μορφή του Λεχ Βαλέσα · τις παθιασμένες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Λειψία και στη Δρέσδη · το γιγάντιο πλήθος να αποδοκιμάζει τον Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι... – Rok 1989 si pamatuji dobře. Končil jsem zrovna magisterské studium v Manchesteru a optimisticky si dělal plány do budoucna. Přisátý ke zpravodajství BBC jsem s dojetím sledoval bleskurychlou demontáž komunistických režimů. Vzpomínám si na polosvobodné volby v Polsku a charakteristickou vizáž Lecha Walęsy; na vášnivé protirežimní demonstrace v Lipsku a Drážďanech; na obrovský dav, jak zavrhuje Ceauşeska v Bukurešti..[1]

antonyma editovat

  1. απαισιοδοξία

související editovat

poznámky editovat

  1. Charidimos Tsoukas: Η περιπέτεια της ελευθερίας (Dobrodružství svobody) - Το συναρπαστικό 1989 και τα μεγάλα προβλήματα που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι μετακομμουνιστικές χώρες, deník Kathimerini, tištěná verze, neděle 3.listopadu 2019, příloha Τέχνες και γράμματα, str. 1