αναδιάρθρωση
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ʔa.na.ðɪ.ˈʲar.θro.si], [a.na.ˈðjar.θro.si]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
genitiv | αναδιαρθρώσεως nebo αναδιάρθρωσης | αναδιαρθρώσεων |
akuzativ | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
vokativ | αναδιάρθρωση | αναδιαρθρώσεις |
význam
editovat- restrukturalizace, restrukturace
- Οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται με γνώμονα την υποστήριξη της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, στη βάση των αναπτυξιακών κλάδων όπως προσδιορίζονται στο Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης 2014-2020