αναπνευστήρας

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.na.pnefˈsti.ras]

etymologie editovat

Deverbativum slovesa αναπνεύεινdýchat, nadechnout se.

podstatné jméno editovat

  • rod mužský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ αναπνευστήρας αναπνευστήρες
genitiv αναπνευστήρα αναπνευστήρων
akuzativ αναπνευστήρα αναπνευστήρες
vokativ αναπνευστήρα αναπνευστήρες

význam editovat

  1. respirátor
    • Ο ισπανικός στρατός ζήτησε από τους εταίρους του στο ΝΑΤΟ κιτ διαγνωστικών εξετάσεων για τον νέο κορωνοϊό, αναπνευστήρες και προστατευτικό εξοπλισμό, στο πλαίσιο της παροχής διεθνούς βοήθειας της Συμμαχίας, είπε σήμερα ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της χώρας Μιγκέλ Βιλαρόγια. – Španělská armáda požádala své spojence v NATO o soupravy diagnostických testů na nový koronavirus, respirátory a ochranné vybavení, v rámci poskytnutí mezinárodní pomoci Aliance, řekl včera šéf ozbrojených sil země Miguel Villarroya.[1]

synonyma editovat

  1. ρεσπιρατέρ, αναπνευστήρ

související editovat

  1. αναπνε(ύ)ω

poznámky editovat