ανεκμετάλλευτος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.nɛk.me.ˈta.lɛf.tɔs]

přídavné jméno editovat

  • slovesné trpné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ανεκμετάλλευτος ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτοι ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα
genitiv ανεκμετάλλευτου ανεκμετάλλευτης ανεκμετάλλευτου ανεκμετάλλευτων ανεκμετάλλευτων ανεκμετάλλευτων
akuzativ ανεκμετάλλευτον ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτους ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα
vokativ ανεκμετάλλευτε ανεκμετάλλευτη ανεκμετάλλευτο ανεκμετάλλευτοι ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτα

význam editovat

  1. (knižně) nevyužitý, nevytěžený
    • Ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής μου δεν το αφήνω ανεκμετάλλευτο. – Nenechávám ani vteřinu svého života nevyužitou.

související editovat