- IPA: [a.nɛk.me.ˈta.lɛf.tɔs]
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
ανεκμετάλλευτος
|
ανεκμετάλλευτη
|
ανεκμετάλλευτο
|
ανεκμετάλλευτοι
|
ανεκμετάλλευτες
|
ανεκμετάλλευτα
|
genitiv
|
ανεκμετάλλευτου
|
ανεκμετάλλευτης
|
ανεκμετάλλευτου
|
ανεκμετάλλευτων
|
ανεκμετάλλευτων
|
ανεκμετάλλευτων
|
akuzativ
|
ανεκμετάλλευτον
|
ανεκμετάλλευτη
|
ανεκμετάλλευτο
|
ανεκμετάλλευτους
|
ανεκμετάλλευτες
|
ανεκμετάλλευτα
|
vokativ
|
ανεκμετάλλευτε
|
ανεκμετάλλευτη
|
ανεκμετάλλευτο
|
ανεκμετάλλευτοι
|
ανεκμετάλλευτες
|
ανεκμετάλλευτα
|
- (knižně) nevyužitý, nevytěžený
- Ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής μου δεν το αφήνω ανεκμετάλλευτο. – Nenechávám ani vteřinu svého života nevyužitou.