ανεπιτυχής
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [a.ne.pi.tɪ.ˈçis]
přídavné jméno
editovat- dvojvýchodné
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | ανεπιτυχής | ανεπιτυχής | ανεπιτυχές | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχή |
genitiv | ανεπιτυχούς | ανεπιτυχούς | ανεπιτυχούς | ανεπιτυχών | ανεπιτυχών | ανεπιτυχών |
akuzativ | ανεπιτυχή(ν) | ανεπιτυχή | ανεπιτυχές | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχή |
vokativ | ανεπιτυχής | ανεπιτυχής | ανεπιτυχές | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχείς | ανεπιτυχή |