αξιοθρήνητος

Možná hledáte ἀξιοθρήνητος.

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [a.ksi.ʲɔ.ˈθri.ni.tɔs], [aks.ʝɔ.ˈθri.ni.tɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ αξιοθρήνητος αξιοθρήνητη αξιοθρήνητο αξιοθρήνητοι αξιοθρήνητες αξιοθρήνητα
genitiv αξιοθρήνητου αξιοθρήνητης αξιοθρήνητου αξιοθρήνητων αξιοθρήνητων αξιοθρήνητων
akuzativ αξιοθρήνητον αξιοθρήνητη αξιοθρήνητο αξιοθρήνητους αξιοθρήνητες αξιοθρήνητα
vokativ αξιοθρήνητε αξιοθρήνητη αξιοθρήνητο αξιοθρήνητοι αξιοθρήνητες αξιοθρήνητα

význam editovat

  1. politováníhodný, ubohý, trapný

synonyma editovat

  1. αξιολύπητος, ελεεινός

související editovat