αποδοτικός
Možná hledáte ἀποδοτικός.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [apo.ðo.tiˈko̞s]
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | αποδοτικός | αποδοτική | αποδοτικό | αποδοτικοί | αποδοτικές | αποδοτικά |
genitiv | αποδοτικού | αποδοτικής | αποδοτικού | αποδοτικών | αποδοτικών | αποδοτικών |
akuzativ | αποδοτικό(ν) | αποδοτική | αποδοτικό | αποδοτικούς | αποδοτικές | αποδοτικά |
vokativ | αποδοτικέ | αποδοτική | αποδοτικό | αποδοτικοί | αποδοτικές | αποδοτικά |