αποσταλινοποίηση

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [a.po.sta.li.noˈpˣʝi.i.si]

dělení

editovat
  • απο-στα-λι-νο-ποί-ηση

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský

význam

editovat
  1. (v historii, v politice) destalinizace, odstalinšťování
    • Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, υποστηρίζοντας με κάθε δυνατό τρόπο τον Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκίνησε την ενεργό αποσταλινοποίηση («περεστρόικα-1»), ο Αναστάς Μικογιάν έφτασε στο απόγειο της καριέρας του.

související

editovat