ασβέστιο
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ʔa.ˈzʋe.sti.ɔ]
dělení
editovat- ασ-βέ-σ-τι-ο
podstatné jméno
editovat- rod střední
- nepočitatelné
význam
editovatsouvisející
editovat- απασβεστώνω
- απασβέστωση
- ασβεστάδικο
- ασβέστης
- ασβεστοκάμινο
- ασβεστοκάμινος
- ασβεστοκονίαμα
- ασβεστόγαλα
- ασβεστόλακκος
- ασβεστολιθικός
- ασβεστόλιθος
- ασβεστόνερο
- ασβεστόπετρα
- ασβεστοποίηση
- ασβεστοποιία
- ασβεστούχος
- ασβεστόχρισμα
- ασβεστώδης
- ασβέστωμα
- ασβεστώνω
- άσβηστος
- άσβεστος
- Příloha:Chemické prvky (řečtina)
etymologicky související
editovatexterní odkazy
editovat- Google Books. Vyhledávání výrazu "ασβέστιο" pro novořečtinu.