αστική τάξη
novořečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [astiˈci ˈtak.si]
varianta zápisu editovat
slovní spojení editovat
význam editovat
- (v sociologii, v politice) střední třída, buržoazie
- Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης; – Je tu někdo, kdo by mohl být zařazen do vyšších vrstev střední třídy?
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | αστική τάξη | αστικές τάξεις |
genitiv | αστικής τάξης / αστικής τάξεως | αστικών τάξεων |
akuzativ | αστική τάξη | αστικές τάξεις |
vokativ | αστική τάξη | αστικές τάξεις |
synonyma editovat
- μπουρζουαζία, (částečně, nepřesně) πλουτοκράτες