αστική τάξη

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [astiˈci ˈtak.si]

varianta zápisu editovat

slovní spojení editovat

význam editovat

  1. (v sociologii, v politice) střední třída, buržoazie
    • Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να καταταχθεί στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης; – Je tu někdo, kdo by mohl být zařazen do vyšších vrstev střední třídy?

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ αστική τάξη αστικές τάξεις
genitiv αστικής τάξης / αστικής τάξεως αστικών τάξεων
akuzativ αστική τάξη αστικές τάξεις
vokativ αστική τάξη αστικές τάξεις

synonyma editovat

  1. μπουρζουαζία, (částečně, nepřesně) πλουτοκράτες

související editovat