αυτοκινητοβιομηχανία
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [af.to.ci.ni.tɔ.vi.ɔ.mi.xa.ˈni.a]
podstatné jméno editovat
- rod ženský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | αυτοκινητοβιομηχανία | αυτοκινητοβιομηχανίες |
genitiv | αυτοκινητοβιομηχανίας | αυτοκινητοβιομηχανιών |
akuzativ | αυτοκινητοβιομηχανία | αυτοκινητοβιομηχανίες |
vokativ | αυτοκινητοβιομηχανία | αυτοκινητοβιομηχανίες |