αυτοσυνειδητοποίηση
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ˌaf.toˌsi.ni.ði.to.ˈpˣi.ji.si]
podstatné jméno editovat
- rod ženský
- abstraktum
význam editovat
- (v psychologii) sebeuvědomování
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | αυτοσυνειδητοποίηση | αυτοσυνειδητοποιήσεις |
genitiv | αυτοσυνειδητοποιήσεως nebo αυτοσυνειδητοποίησης | αυτοσυνειδητοποιήσεων |
akuzativ | αυτοσυνειδητοποίηση | αυτοσυνειδητοποιήσεις |
vokativ | αυτοσυνειδητοποίηση | αυτοσυνειδητοποιήσεις |