αυτοσυνειδητοποίηση

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˌaf.toˌsi.ni.ði.to.ˈpˣi.ji.si]

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský
  • abstraktum

význam

editovat
  1. (v psychologii) sebeuvědomování

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ αυτοσυνειδητοποίηση αυτοσυνειδητοποιήσεις
genitiv αυτοσυνειδητοποιήσεως nebo αυτοσυνειδητοποίησης αυτοσυνειδητοποιήσεων
akuzativ αυτοσυνειδητοποίηση αυτοσυνειδητοποιήσεις
vokativ αυτοσυνειδητοποίηση αυτοσυνειδητοποιήσεις

související

editovat