αόριστος
řečtina editovat
etymologie editovat
- Ze starořeckého ἀόριστος.
přídavné jméno editovat
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | αόριστος | αόριστη | αόριστο | αόριστοι | αόριστες | αόριστα |
genitiv | αορίστου / αόριστου |
αόριστης | αορίστου / αόριστου |
αορίστων / αόριστων |
αορίστων / αόριστων |
αορίστων / αόριστων |
akuzativ | αόριστον | αόριστη | αόριστο | αορίστους / αόριστους |
αόριστες | αόριστα |
vokativ | αόριστε | αόριστη | αόριστο | αόριστοι | αόριστες | αόριστα |
význam editovat
podstatné jméno editovat
- rod mužský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | αόριστος | αόριστοι |
genitiv | αορίστου / αόριστου | αορίστων / αόριστων |
akuzativ | αόριστο | αορίστους / αόριστους |
vokativ | αόριστε | αόριστοι |