βιβλιοθήκη
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [vi.vli.ɔ.ˈθi.ci]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | βιβλιοθήκη | βιβλιοθήκες |
genitiv | βιβλιοθήκης | βιβλιοθηκών |
akuzativ | βιβλιοθήκη | βιβλιοθήκες |
vokativ | βιβλιοθήκη | βιβλιοθήκες |
význam
editovat- knihovna
- Το σύμπλεγμα του Κλημεντίνιου στεγάζει, εκτός από άλλα, την Εθνική Βιβλιοθήκη. – Klementinský areál hostí mimo jiné Národní knihovnu.