γραφειοκρατικός

Možná hledáte γραφειοκρατικώς.

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ɣɾa.fi.ɔ.kɾa.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

editovat
  • trojvýchodné

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ γραφειοκρατικός γραφειοκρατική γραφειοκρατικό γραφειοκρατικοί γραφειοκρατικές γραφειοκρατικά
genitiv γραφειοκρατικού γραφειοκρατικής γραφειοκρατικού γραφειοκρατικών γραφειοκρατικών γραφειοκρατικών
akuzativ γραφειοκρατικό(ν) γραφειοκρατική γραφειοκρατικό γραφειοκρατικούς γραφειοκρατικές γραφειοκρατικά
vokativ γραφειοκρατικέ γραφειοκρατική γραφειοκρατικό γραφειοκρατικοί γραφειοκρατικές γραφειοκρατικά

význam

editovat
  1. byrokratický

související

editovat