δακτυλιοσκώληκας

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ðak.tɪ.ʎɔˈskɔ.ʎi.kas]

etymologie editovat

Ze starořeckého δακτυλιοσκώληξ

podstatné jméno editovat

  • rod mužský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ δακτυλιοσκώληκας δακτυλιοσκώληκες
genitiv δακτυλιοσκώληκα δακτυλιοσκωλήκων
akuzativ δακτυλιοσκώληκα δακτυλιοσκώληκες
vokativ δακτυλιοσκώληκα δακτυλιοσκώληκες

význam editovat

  1. (v zoologii) kroužkovec


synonyma editovat

  1. δακτυλιωτός σκώληκας, δακτυλιωτός σκώληξ

související editovat