- IPA: [ðɛ.ka.ek.ˈsak.ti.nɔs]
- dvoj- nebo trojvýchodné
- nestupňovatelné
Číslo
|
singulár
|
plurál
|
Rod
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
mužský
|
ženský
|
střední
|
nominativ
|
δεκαεξάκτινος
|
δεκαεξάκτινη
|
δεκαεξάκτινο
|
δεκαεξάκτινοι
|
δεκαεξάκτινες
|
δεκαεξάκτινα
|
genitiv
|
δεκαεξάκτινου
|
δεκαεξάκτινης
|
δεκαεξάκτινου
|
δεκαεξάκτινων
|
δεκαεξάκτινων
|
δεκαεξάκτινων
|
akuzativ
|
δεκαεξάκτινον
|
δεκαεξάκτινη
|
δεκαεξάκτινο
|
δεκαεξάκτινους
|
δεκαεξάκτινες
|
δεκαεξάκτινα
|
vokativ
|
δεκαεξάκτινε
|
δεκαεξάκτινη
|
δεκαεξάκτινο
|
δεκαεξάκτινοι
|
δεκαεξάκτινες
|
δεκαεξάκτινα
|
- s šestnácti paprsky, šestnácticípý
- Ο ήλιος της Βεργίνας έχει δεκαεξάκτινη μορφή. – Slunce makedonských králů má šestnácticípý tvar.