δημιουργώ
Možná hledáte δημιουργῶ.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ði.mjur.ˈɣo], [ðɪ.mɪ.jʊr.ˈɣo]
etymologie editovat
Ze starořeckého δημιουργεῖν, které odvozeno z δημιουργός vzniklého ze základů δῆμος — lid, obec a ἔργον — dílo.
sloveso editovat
- pravidelné kontrahované
- tranzitivní
význam editovat
- tvořit, vytvářet
- Ο αναγεννησιακός πολυμαθής Λεωνάρδος δημιούργησε απίστευτα έργα. – Renesanční umělec a vědec Leonardo vytvořil úžasná díla.
- Σήμερα (αυτές οι λέξεις) είναι γνωστές σε όλους μας και μας φέρνουν κατάθλιψη, μας προβληματίζουν, μας δημιουργούν μια ανησυχία για το αύριο, για το μέλλον, για το ό,τι πρέπει να κάνουμε.