διεπιστημονικός
Možná hledáte διεπιστημονικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ɛpi.sti.mɔ.ni.ˈkɔs]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodný
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | διεπιστημονικός | διεπιστημονική | διεπιστημονικό | διεπιστημονικοί | διεπιστημονικές | διεπιστημονικά |
genitiv | διεπιστημονικού | διεπιστημονικής | διεπιστημονικού | διεπιστημονικών | διεπιστημονικών | διεπιστημονικών |
akuzativ | διεπιστημονικό(ν) | διεπιστημονική | διεπιστημονικό | διεπιστημονικούς | διεπιστημονικές | διεπιστημονικά |
vokativ | διεπιστημονικέ | διεπιστημονική | διεπιστημονικό | διεπιστημονικοί | διεπιστημονικές | διεπιστημονικά |
význam editovat
- interdisciplinární, mezioborový