εισβολή
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [i.zvo.'li]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | εισβολή | εισβολές |
genitiv | εισβολής | εισβολών |
akuzativ | εισβολή | εισβολές |
vokativ | εισβολή | εισβολές |
význam
editovat- invaze, vpád
- Η εισβολή των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας εντύπησε μόνιμα την νοοτροπία του τσεχοσλοβακικού λαού. – Invaze vojsk Varšavského paktu trvale poznamenala mentalitu českého a slovenského národa.