εναλλασσόμενος
Možná hledáte ἐναλλασσόμενος.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ɛ.na.laˈso.mɛ.nɔs]
etymologie
editovatVlastně mediopasivní participium přítomného času slovesa εναλλάσσω měnit, vyměňovat; střídat, srovnej např. αλλάζω, francouzské énallage nebo české enallagé.
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | εναλλασσόμενος | εναλλασσόμενη | εναλλασσόμενο | εναλλασσόμενοι | εναλλασσόμενες | εναλλασσόμενα |
genitiv | εναλλασσόμενου | εναλλασσόμενης | εναλλασσόμενου | εναλλασσόμενων | εναλλασσόμενων | εναλλασσόμενων |
akuzativ | εναλλασσόμενον | εναλλασσόμενη | εναλλασσόμενο | εναλλασσόμενους | εναλλασσόμενες | εναλλασσόμενα |
vokativ | εναλλασσόμενε | εναλλασσόμενη | εναλλασσόμενο | εναλλασσόμενοι | εναλλασσόμενες | εναλλασσόμενα |
význam
editovat- střídavý, střídající se, alternující
- (v elektrotechnice, v technice) střídavý
antonyma
editovat- ---
- συνεχής