επαληθευσιμότητα
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ɛpali.θef.si.ˈmo.tɪ.ta]
podstatné jméno
editovat- ženský rod
- abstraktum
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | επαληθευσιμότητα | επαληθευσιμότητες |
genitiv | επαληθευσιμότητας | επαληθευσιμοτήτων |
akuzativ | επαληθευσιμότητα | επαληθευσιμότητες |
vokativ | επαληθευσιμότητα | επαληθευσιμότητες |
význam
editovat- (odborně) ověřitelnost